- πρόμαλος
- ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «μυρίκη ἡ ἄγνος».[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μαλός (II) «τρυφερός, απαλός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρόμαλος — willow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμάλοιο — πρόμαλος willow fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμάλου — πρόμαλος willow fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόμαλοι — πρόμαλος willow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόμαλον — πρόμαλος willow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)